- οψοποιώ
- ὀψοποιῶ, -έω (Α) [οψοποιός]1. παρασκευάζω, μαγειρεύω κρέας και ιδίως ψάρι2. μτφ. ετοιμάζω έντεχνο λόγο3. μέσ. ὀψοποιοῡμαι, -έομαιτρώω φαγητό με ψωμί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψοποιῷ — ὀψοποιός one who cooks food masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
οψοποίημα — ὀψοποίημα, τὸ (ΑΜ) [οψοποιώ] 1. έντεχνα μαγειρεμένο φαγητό 2. (γενικά) τροφή … Dictionary of Greek
οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek